- περισοφίζεται
- περισοφίζομαιoverreachpres ind mp 3rd sgπερισοφίζομαιoverreachpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περισοφίζομαι — Α απατώ, εξαπατώ κάποιον («οἴμοι, τάλας, οἷόν σε περισοφίζεται», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σοφίζομαι «επινοώ κάτι με πανουργία, μηχανεύομαι»] … Dictionary of Greek